- ἀδήλους
- ἄδηλοςunseenmasc/fem acc plἀ̱δήλους , ἀδηλόωrender invisibleimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀδηλόωrender invisibleimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραστακουέρος — ο, Ν 1. αυτός που επιδεικνύει τον πλούτο του 2. αυτός που έχει άδηλους πόρους για τον πλούτο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rastaquouere < αμερικ. ισπ. arrastracuero < ισπαν. arrastra «αυτός που σύρει, που βγάζει» + cuero «δέρμα»] … Dictionary of Greek
τουρισμός — Πολύμορφο φαινόμενο, που περιλαμβάνει το σύνολο των μετακινήσεων που γίνονται για μορφωτικούς λόγους ή για αναψυχή και τις πολλαπλές του επιδράσεις στην οικονομία και στο τοπίο των ενδιαφερόμενων περιοχών. Ο τ. απασχόλησε στις πολλαπλές… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
λαθρόβιος — α, ο 1. αυτός που κυκλοφορεί παράνομα, χωρίς να τον αντιλαμβάνονται οι άλλοι: Τον περισσότερο καιρό ζούσε λαθρόβιος. 2. αυτός που έχει μυστικούς πόρους, ο ύποπτος: Ανησυχώ γιατί κάνει παρέα με λαθρόβιους. 3. για έντυπα με μικρή κυκλοφορία που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)